- λογχάριον
- λογχάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογχάριον — λογχάριον, τὸ (Α) μικρή λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + υποκορ. κατάλ. άριον] … Dictionary of Greek
λογχάρια — λογχάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
λογχάρι' — λογχάρια , λογχάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)